- δευτεροπάθεια
- δευτερο-πάθεια [pron. full] [πᾰ], ἡ,A secondary affection, Gal. 8.31:—[full] πᾰθέω, have a secondary affection, ibid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δευτεροπάθεια — η η πρόκληση δευτεροπαθούς νόσου μετά από κάποια πρωτοπαθή … Dictionary of Greek
δευτεροπάθειαν — δευτεροπάθεια secondary affection fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)